- πίφρημι
- Α(αμάρτυρος τ. ενεστ.)1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ-πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ. Οι αρχαιότεροι τ. τού μορφολογικού αυτού παραδείγματος είναι εκείνοι τού αορ. σε -φρηκα (πρβλ. ἐξ-έφρηκα, υποτ. ἐπεσ-φρῶ, προστ. ἔκ-φρες), οι οποίοι, όπως και οι αντίστοιχοι τού μέλλ. σε -φρήσω (πρβλ. δια-φρήσω), έχουν σχηματιστεί κατά τους τ. ἧκα και ἥσω, αόρ. και μέλλ., αντιστοίχως του ρ., ἵημι. Η μελέτη τού όλου παραδείγματος μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι τ. -φρηκα, -φρήσω έχουν προέλθει από το σύνθ. ρ. προ-ίημι (πρβλ. αόρ. προ-ῆκα, μέλλ. προ-ήσω) με έκθλιψη τού -ο- τής πρόθεσης προ και δάσυνση τού αρκτικού π- (για ανάλογες αλλαγές, βλ. φρουρός). Οι δυσερμήνευτες αυτές φωνολογικές εξελίξεις οφείλονται πιθ. στην παρουσία δύο ή τριών προθέσεων στους ρηματικούς αυτούς τύπους. Από τους μέλλ. σε -φρήσω έχουν σχηματιστεί σιγματικοί αόρ. σε -φρησα (πρβλ. ἀπ-έφρησα), κατά το σχήμα ἵστημι, στήσω, ἔστησα, ενώ και το απρμφ. πιφράναι του αμάρτυρου ενεστ. *πίφρημι (με ενεστωτικό διπλασιασμό πι-) έχει σχηματιστεί κατά το ἱστάναι. Επίσης απαντούν και τ. που ακολουθούν την κλίση τών συνηρημένων σε -έω (πρβλ. πρτ. εἰσ-έφρουν, ενεστ. εἰσ-φρέω). Τέλος, η παλαιότερη άποψη, κατά την οποία το ρ. συνδεόταν με το αρχ. ινδ. bibharti «φέρω» δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.